υποθέναρ — το / ὑποθέναρ, αρος, ΝΑ ανατ. το οπισθέναρ αρχ. 1. το τμήμα τής παλάμης που βρίσκεται δίπλα στα δάχτυλα 2. η βάση τού αντίχειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θέναρ «το κοίλο τής παλάμης, χούφτα» (πρβλ. ὀπισθέναρ)] … Dictionary of Greek
θέναρ — το (Α θέναρ, αρος) ανατ. σαρκώδης προεξοχή τής παλάμης που σχηματίζεται από τους μυς τού αντίχειρα στη βάση του, το κοίλο τής παλάμης, η χούφτα αρχ. 1. το πέλμα τού ποδιού 2. φρ. α) «θέναρ βωμοῖο» το κοίλωμα που βρισκόταν πάνω στην επιφάνεια τού… … Dictionary of Greek
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek
παραίθεναρ — ένατος, τὸ Α στον πληθ. τὰ παραιθένατα (κατά τον Ησύχ.) το τμήμα τού χεριού από το μικρό δάχτυλο μέχρι τον καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + θέναρ «παλάμη» (πρβλ. οπίσθεναρ)] … Dictionary of Greek
dhen-2 — dhen 2 English meaning: surface of hand/land, etc. (*dry land) Deutsche Übersetzung: “Fläche der Hand, of Erdbodenes, flaches Brett” Note: From Root dhen 1 : “ to run, *flow” derived Root dhen 2 : ‘surface of hand/land, etc. (*dry … Proto-Indo-European etymological dictionary