οπισθέναρ

οπισθέναρ
το (Α ὀπισθέναρ, -αρος)
η σαρκώδης προεξοχή που σχηματίζεται στο ωλένιο χείλος τής παλάμης από τους μυς τού μικρού δακτύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀπισθο-θέναρ (< ὄπισθεν + θέναρ «το κοίλο τής παλάμης, χούφτα»), με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποθέναρ — το / ὑποθέναρ, αρος, ΝΑ ανατ. το οπισθέναρ αρχ. 1. το τμήμα τής παλάμης που βρίσκεται δίπλα στα δάχτυλα 2. η βάση τού αντίχειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θέναρ «το κοίλο τής παλάμης, χούφτα» (πρβλ. ὀπισθέναρ)] …   Dictionary of Greek

  • θέναρ — το (Α θέναρ, αρος) ανατ. σαρκώδης προεξοχή τής παλάμης που σχηματίζεται από τους μυς τού αντίχειρα στη βάση του, το κοίλο τής παλάμης, η χούφτα αρχ. 1. το πέλμα τού ποδιού 2. φρ. α) «θέναρ βωμοῖο» το κοίλωμα που βρισκόταν πάνω στην επιφάνεια τού… …   Dictionary of Greek

  • οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… …   Dictionary of Greek

  • παραίθεναρ — ένατος, τὸ Α στον πληθ. τὰ παραιθένατα (κατά τον Ησύχ.) το τμήμα τού χεριού από το μικρό δάχτυλο μέχρι τον καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + θέναρ «παλάμη» (πρβλ. οπίσθεναρ)] …   Dictionary of Greek

  • dhen-2 —     dhen 2     English meaning: surface of hand/land, etc. (*dry land)     Deutsche Übersetzung: “Fläche der Hand, of Erdbodenes, flaches Brett”     Note: From Root dhen 1 : “ to run, *flow” derived Root dhen 2 : ‘surface of hand/land, etc. (*dry …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”